- τρομπονίστας
- και τρομπονιστής, ο, Νμουσικός που παίζει τρομπόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομπόνι + κατάλ. -ίστας (< ιταλ. κατάλ. -ista), πρβλ. σαξοφων-ίστας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρομπονίστας — ο ο μουσικός που παίζει τρομπόνι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρομπόνι — Πνευστό μουσικό όργανο, της οικογένειας των χάλκινων. Χρησιμοποιούμενο περίπου με το σημερινό σχήμα του από τον 14o αι., διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Ο μοναχός Μαρέν Μερσέν (1588 1648) το κατέγραψε στη Γενική αρμονία (Harmonie universelle,… … Dictionary of Greek
Μάλιγκαν, Τζέρι — (Gerald Joseph «Gerry» Mulligan, Νέα Υόρκη, 1927 – Κονέκτικατ 1996). Αμερικανός σαξοφωνίστας της τζαζ, συνθέτης και διασκευαστής. Μεγάλωσε στη Φιλαδέλφεια. Αρχικά έπαιζε πιάνο, πριν ασχοληθεί με το σαξόφωνο, πρώτα το άλτο και μετά το βαρύτονο. Το … Dictionary of Greek
Μίλερ, Γκλεν — (Glenn Miller, Κλαρίντα, Αϊόβα 1904 – 1944). Αμερικανός συνθέτης, τρομπονίστας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο άρχισε να αναπτύσσει έντονο ενδιαφέρον για τη μουσική και έπαιζε παράλληλα με το συγκρότημα του Μπόιντ … Dictionary of Greek